μίγμα

μίγμα
και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα)
κάθε προϊόν ανάμιξης
νεοελλ.
1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση
2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο»
τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ. βενζίνης ή πετρελαίου με αέρα, το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία τών μηχανών εσωτερικής καύσης
β) «μίγμα πλούσιο»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία μεγαλύτερη από την άριστη
γ) «μίγμα πτωχό»
τεχνολ. καύσιμο μίγμα που περιέχει ατμούς καυσίμου σε αναλογία σαφώς μικρότερη από την άριστη
δ) «μίγμα ψυκτικό»
τεχνολ. μίγμα στο οποίο οι ουσίες που συμμετέχουν στον σχηματισμό του προκαλούν υποβιβασμό τής θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- / μειγ- τού μίγνυμι / μείγνυμι + κατάλ. -μα. Βλ. ετυμολ. λ. μιγνύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μῖγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγμα — mixture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγμάτων — μίγμα mixture neut gen pl μῑγμάτων , μῖγμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγμ' — μίγμα , μίγμα mixture neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγμασι — μίγμα mixture neut dat pl μί̱γμασι , μῖγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγμασιν — μίγμα mixture neut dat pl μί̱γμασιν , μῖγμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγματα — μίγμα mixture neut nom/voc/acc pl μί̱γματα , μῖγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγματι — μίγμα mixture neut dat sg μί̱γματι , μῖγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγματος — μίγμα mixture neut gen sg μί̱γματος , μῖγμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτηκτοειδής — ές (φυσ. χημ.) φρ. 1. «ευτηκτοειδής μετατροπή» η αντιστρεπτή διαδικασία κατά την οποία μια στερεά φάση μετατρέπεται, υπό ορισμένη χαρακτηριστική θερμοκρασία που ονομάζεται ευτηκτοειδές σημείο, σε δύο άλλες διακεκριμένες στερεές φάσεις 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”